- αστεροπητής
- ἀστεροπητής, ο (Α) [αστεροπή](για τον Δία) αυτός που αστράφτει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστεροπητής — lightener masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροπηταί — ἀστεροπητής lightener masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροπητῇ — ἀστεροπητής lightener masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροπητήν — ἀστεροπητής lightener masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροπητά — ἀστεροπητά̱ , ἀστεροπητής lightener masc nom/voc/acc dual ἀστεροπητής lightener masc voc sg ἀστεροπητής lightener masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
stē̆ r-2 — stē̆ r 2 English meaning: star Deutsche Übersetzung: ‘stern” Material: O.Ind. instr. pl. str̥bhiḥ, nom. pl. türaḥ m. ‘sterne”, tarü f. ‘star”, Av. acc. sg. stü̆ rǝm, gen. stürō, pl. nom. staras ča, stürō, acc. strǝ̄ uš, gen … Proto-Indo-European etymological dictionary
αστεροπή — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κεβρήνα, ποτάμιου θεού, σύζυγος του Αίσακου, γιου του Πριάμου και της πρώτης συζύγου του Αρίσβης. Όταν πέθανε, τη θρήνησε τόσο ο σύζυγός της, που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε πουλί. 2.… … Dictionary of Greek